Στο σχέδιο φαίνεται η κατανομή των πράσινων, κίτρινων και κόκκινων κτιρίων ανά οικοδομικό τετράγωνο. Οπως φαίνεται με βάση τα στοιχεία του ιδεατού σεισμού, περισσότερο πλήττονται οι βόρειες περιοχές του δήμου Θεσσαλονίκης και κυρίως η Ανω Πόλη, λόγω του ότι βρίσκονται πιο κοντά στο επίκεντρο του σεισμού στη Βόλβη, λόγω της παλαιότητας των κτιρίων και των υλικών κατασκευής τους και λόγω των επιταχύνσεων του εδάφους που προκαλούνται από τη σεισμική δόνηση
ΤΟΥ ΠΕΡΙΚΛΗ ΓΛΕΝΤΑΔΑΚΗ
Λιγότερα από τα μισά κτίρια του κεντρικού δήμου της Θεσσαλονίκης θα μείνουν αλώβητα έπειτα από έναν ισχυρό σεισμό μεγέθους 6,7 της κλίμακας Ρίχτερ, με επίκεντρο 30 περίπου χιλιόμετρα από το κέντρο της πόλης, στην περιοχή της Βόλβης.
Τα στοιχεία προκύπτουν από πρόσφατη επιστημονική μελέτη που εκπονήθηκε από τον καθηγητή του τμήματος Πολιτικών Μηχανικών του ΑΠΘ Ανδρέα Κάππο και την επιστημονική του ομάδα. Σύμφωνα με τη μελέτη, το 39% των κτιρίων θα χαρακτηριστούν πράσινα μετά το σεισμό, γεγονός που θα σημαίνει ότι... άντεξαν και υπέστησαν ελαφρές ζημίες, το 49% θα έχουν την κίτρινη ένδειξη, θα έχουν δηλαδή υποστεί ζημίες μετρίου μεγέθους, ενώ το 12% θα υποστεί σοβαρές ζημίες και θα έχει την «κόκκινη», ένδειξη γεγονός που σημαίνει ότι δε θα πρέπει να κατοικηθούν μέχρι να γίνουν οι απαραίτητες επιδιορθώσεις και παρεμβάσεις.
Η επιστημονική μελέτη αναφέρεται στο σενάριο σεισμικής διακινδύνευσης για το πολεοδομικό συγκρότημα και ειδικότερα για το δήμο της Θεσσαλονίκης, στην εκτίμηση δηλαδή της χωρικής κατανομής των βλαβών στην πόλη έπειτα από έναν ιδεατό ισχυρό σεισμό μεγέθους 6,7 Ρίχτερ. Οπως εξήγησε ο κ. Κάππος, το σενάριο αφορά τη σεισμική δράση που ορίζεται από τον Ελληνικό Αντισεισμικό Κανονισμό, δηλαδή σεισμό με πιθανότητα υπέρβασης 10% στα 50 χρόνια, που έχει δηλαδή την πιθανότητα να ξεπεραστεί στη διάρκεια ζωής ενός συνήθους κτιρίου.
Οι επιστήμονες προχώρησαν στην ταξινόμηση των κτιρίων σε κατηγορίες με βάση τα κυριότερα χαρακτηριστικά τους από αντισεισμική σκοπιά, θεωρώντας ότι όλα τα κτίρια μιας κατηγορίας θα παρουσιάσουν για δεδομένη σεισμική διέγερση τον ίδιο βαθμό βλάβης. «Η εκτίμηση των ζημιών», όπως εξήγησε στον «ΑτΚ» ο καθηγητής Ανδρέας Κάππος, «έγινε με βάση την αντίδραση που θα έχει κάθε οικοδομικό τετράγωνο στην επιτάχυνση του εδάφους που θα προκληθεί από τη σεισμική δόνηση και εξαρτάται και από τα υλικά και τον τρόπο κατασκευής τους αλλά και από την απόσταση που θα έχει από το σεισμικό ρήγμα».
Με βάση τα αποτελέσματα της μελέτης, οι επιστήμονες επισημαίνουν ότι τα κτίρια της Θεσαλονίκης μπορούν να αντέξουν σε έναν ενδεχόμενο ισχυρό σεισμό, επιτακτική ωστόσο είναι η ανάγκη συνεχών προσεισμικών ελέγχων.

Στο σχέδιο «Ξενοκράτης»
Να συμπεριληφθούν στο σχέδιο «Ξενοκράτης» για τη Θεσσαλονίκη τα σενάρια σεισμικής διακινδύνευσης, ώστε να γίνουν με επιστημονικά κριτήρια γνωστές οι περιοχές της πόλης που κινδυνεύουν περισσότερο από ενδεχόμενο σεισμό ζητούν επίσης οι ειδικοί. Οπως επισήμανε στον «ΑτΚ» ο Διευθυντής Ερευνών στο ΙΤΣΑΚ, Βασίλης Λεκίδης, με τα σενάρια σεισμικής διακινδύνευσης οι επιστήμονες έχουν τη δυνατότητα να εντοπίσουν τις περιοχές της Θεσσαλονίκης στις οποίες υπάρχει άμεσος κίνδυνος κατάρρευσης κτιρίων έπειτα από σεισμό που θα σημειωθεί με επίκεντρο ένα από τα σεισμικά ρήγματα που βρίσκονται κοντά στην πόλη.

«Τα «σενάρια σεισμικής διακινδύνευσης» θα είναι το βασικό εργαλείο για τη χάραξη εθνικής και τοπικής πολιτικής για την επίλυση όλων των προβλημάτων που υπόκεινται του τελικού σκοπού της Αντισεισμικής Ενίσχυσης Υφισταμένων Κτιρίων. Επίσης, θα πρέπει να αξιοποιηθούν τα σενάρια σεισμικής διακινδύνευσης για τον καθορισμό κριτηρίων ιεράρχησης και καθορισμού προτεραιοτήτων στα πλαίσια προγραμμάτων για την ενίσχυση υφισταμένων κατασκευών. Τα αποτελέσματα των σεναρίων αυτών θα μπορούσαν να αποτελέσουν την αφετηρία για λήψη μέτρων από τους τοπικούς φορείς για ουσιαστικά μέτρα πρόληψης και μείωσης των πάσης φύσεως απωλειών κατά τη διάρκεια ενός μελλοντικού σεισμού», επισήμανε ο Β. Λεκίδης, ο οποίος είναι και ο υπεύθυνος της ομάδας αντιμετώπισης φυσικών καταστροφών του Τμήματος Κεντρικής Μακεδονίας του ΤΕΕ.

85.000 κτίρια
Οπως επισήμανε ο κ. Λεκίδης, με το σεισμό του 1978 τα κτίρια της Θεσσαλονίκης που δέχτηκαν τον πράγματι ισχυρό σεισμό που έπληξε την πόλη από το ρήγμα της Βόλβης αντέδρασαν πολύ καλά. Σε αυτό συνέβαλε, όπως τόνισε, και το ότι ο σκελετός των κτιρίων αποτελούνταν από ισχυρά τοιχώματα οπλισμένου σκυροδέματος στη θέση του κλιμακοστασίου, δημιουργώντας έναν πυρήνα αντίστασης.
«Εάν υποθέσουμε ότι στη Θεσσαλονίκη υπάρχουν περίπου 85.000 κτίρια στο ευρύτερο πολεοδομικό συγκρότημα, τότε το 70% έχει κτιστεί πριν από το σεισμό του 1978, με τον παλιό κανονισμό του 1959. Η κατάστασή αυτών των κτιρίων σήμερα χρειάζεται έναν ειδικό προσεισμικό έλεγχο με βάση το θεσμικό πλαίσιο που ισχύει από το 2001. Με αυτόν τον τρόπο διαπιστώνεται εάν τα κτίρια πρέπει να τύχουν ενίσχυσης για να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις των αντισεισμικών κανονισμών του 2000 ή του 2003. Αμέσως μετά το μεγάλο σεισμό του 1978 η Πολεοδομία Θεσσαλονίκης είχε επιβάλει κάποιους πρόσθετους ελέγχους σε όσους εξέδιδαν άδειες. Στη συνέχεια, θεσπίστηκε ο Αντισεισμικός Κανονισμός του 1985, που προσέδιδε σημαντική σεισμική ικανότητα στα κτίρια. Επειδή οι μνήμες του σεισμού ήταν ακόμη νωπές, η Πολεοδομία είχε δείξει ιδιαίτερο ζήλο στον έλεγχο των κτιρίων. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980 η συνειδητοποίηση του κόσμου ήταν έντονη. Από τότε η καμπύλη συνειδητοποίησης άρχισε να φθίνει και βέβαια και οι αντίστοιχοι έλεγχοι που γίνονται κυρίως στα ιδιωτικά έργα. Σήμερα, μετά τις τροποποιήσεις των κανονισμών του 1985, την αναθεώρηση του 1995, του 2000 και του 2003, ισχύουν οι Ευρωκώδικες που καλύπτουν με επαρκή τρόπο τα κτίρια έναντι ισχυρών σεισμικών δράσεων. Επειδή, όπως γνωρίζουμε, η κατανομή των βλαβών δεν είναι ομοιόμορφη από ένα σεισμικό ρήγμα, θα πρέπει να γίνουν και στη Θεσσαλονίκη ολοκληρωμένα σενάρια σεισμικής διακινδύνευσης», πρόσθεσε ο καθηγητής.